- πράττω
- ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων.-επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ' ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν.γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.)2. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα πεπραγμέναό,τι έχει γίνει, ό,τι έχει πραγματοποιηθεί, ό,τι έχει εκτελεστεί ώς τη δεδομένη στιγμή («τα πεπραγμένα τού διοικητικού συμβουλίου»)3. φρ. α) «εὖ πράττω» — ευτυχώβ) «κακῶς πράττω» — δυστυχώνεοελλ.1. περνώ τη ζωή μου, ζω («πώς πράσσουν εις τα νιότα των, πώς πράσσουν σα γεράσουν», δημ. τραγούδι)2. έχω εμπειρία ή γνώση ενός πράγματος («ότι δεν είδ' ουδ' ήπραξα στσι τόπους που γυρίζω», Ερωτόκρ.)3. ζω κάπου ή συναναστρέφομαι κάποιους («ήπρασσε στο παλάτι» Ερωτοκρ.)4. φρ. α) «καλώς πράττω» — κάνω καλά, ενεργώ σωστάβ) «κακώς πράττω» — κάνω κάτι εσφαλμένα, δεν κάνω καλά, ενεργώ κακώςμσν.-αρχ.μελετώ, σπουδάζω (α. «ἅπερ δὲ πεπράχαμεν Ἀριστοφάνους δράματα», λεξ. Σούδ.β. «ἐν τοῑς πραττομένοις» — στα υπό ανάγνωση ποιήματα)αρχ.1. διανύω, περνώ (α. «πράσσω κέλευθον, ὁδόν», Ομ. Ιλ.β. «ἅμαξαν ἐφοπλίσσαιτε... ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῑο», Ομ. Οδ.)2. βρίσκομαι σε μια θέση ή κατάσταση («ὁ μὲν ἐπ' Αἰθίοπας στόλος οὕτω ἔπρηξε», Ηρόδ.)3. έρχομαι σε σαρκική μίξη («ἐπράχθη τὰ μέγιστα», Θεόφρ.)4. καταβάλλω ενέργειες, προσπαθώ («μὴ δεῡρο πλεῑν τὴν ναῡν ἔπραττεν», Δημοσθ.)5. (σχετικά με μυστικές και δόλιες ενέργειες) επιχειρώ («πράττοντές τινες δήμου κατάλυσιν ἐλήφθησαν», Ανδοκ.)6. ενεργώ («πράσσει γὰρ ἔργω μὲν σθένος βουλαῑσι δὲ φρήν», Πίνδ.)7. κατορθώνω, επιτυγχάνω («ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν» — πέτυχε ένδοξη νίκη στους αγώνες, Πίνδ.)8. διαπραγματεύομαι (α. «πράττω εἰρήνην» β. «πράττω φιλίαν» γ. «οἱ πράξαντες πρὸς αὐτὸν τὴν λῆψιν τῆς πόλεως», Θουκ.δ. «τῷ γὰρ Ἱπποκράτει καὶ ἐκείνῳ τὰ Βοιώτια πράγματα ἀπό τινων ἀνδρῶν ἐν ταῑς πόλεσιν ἐπράσσετο»)9. επιφέρω βλάβη, προκαλώ συμφορά, κάνω κακό («λεόντεσσιν ἀργοτέροις ἔπρασσεν φόνον», Πίνδ.)10. εξεγείρω, ξεσηκώνω («Ὀνήσιλος... ὅσπερ τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν ἔπρηξε», Ηρόδ.)11. φονεύω, εκτελώ κάποιον («ἔπρασσε δ' ἁπέρ νιν ὧδε θάπτει» — όπως τόν αποτελείωσε, έτσι και τόν έθαψε, Αισχύλ.)12. καθιστώ, κάνω13. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι (α. «σὺ μὲν τὰ σαυτῆς πράσσ' ἐμοὶ δὲ σὺ ξένε τ' αληθὲς εἰπε» — εσύ κάνε καλά τη δουλειά σου, σ' εμένα όμως, ξένε, να πεις την αλήθεια, Σοφ.β. «ὡς ἂν πεπεισμένος μάλιστα πράττειν τὰ δέοντα», Ξεν.γ. «οὐδ' εὖ... οἰκοῡνται αἱ πόλεις ὅταν τὰ αὐτῶν ἕκαστοι πράττωσι», Ξεν.)14. πολιτεύομαι, διοικώ, άρχω15. (κυρίως σχετικά με χρηματικό ποσό) απαιτώ και παίρνω από κάποιον (α. «πράσσει με τόκον» — μέ εξαναγκάζει να καταβάλω τόκο, Αριστοφ.β. «πράττειν τινὰ ἀργύριον» — απαιτώ και παίρνω χρήματα, Ηρόδ.)16. (σχετικά με δημόσιες εισφορές ή δασμούς) εισπράττω («φόρον ἔπρησσον παρ' ἑκάστων», Ηρόδ.)17. διεκδικώ («τοὐφειλομενον πράσσουσα Δίκη», Αισχύλ.)18. μτφ. παίρνω εκδίκηση («τὸν πατρὸς φόνον πράξαντα», Αισχύλ.)19. παθ. πράττομαια) διενεργούμαι, διεξάγομαι κρυφά («εἴ τι μὴ ξὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετ' ἐνθένδε», Σοφ.)β) τελούμαι, γίνομαι, συμβαίνω («φεῡ, φεῡ, πέπρακται», Ευρ.)γ) καλούμαι να πληρώσω κάτι («ἐτύγχανε πεπραγμένος τοὺς φόρους», Θουκ.)δ) (ο παθ. παρακμ. και υπερσ. με μέση σημ.) πέπραγμαι και ἐπεπράγμηνλαμβάνω («εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῡτον τὴν δίκην» — εάν είχαν λάβει από αυτόν το επιδικασθέν ποσό, Δημοσθ.)20. (το αρσ. πληθ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ πράσσοντες και πράττοντεςπροδότες21. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὰ πραχθέντατα γεγονότα, τα συμβάντα22. φρ. α) «πράσσω πολλά» — προσπαθώ με όλο μου το σθένος και τη δύναμηβ) «πράττω τὰ κοινά» ή «πράττω τὰ δημόσια» ή «πράττω τὰ πολιτικά» ή «πράττω τὰ τῆς πόλεως» — συμμετέχω στα κοινά, ασχολούμαι με τα δημόσια πράγματα, παίρνω μέρος στην πολιτική ζωήγ) «εὖ πράττειν» — ως ευχή στις επιστολέςστ) «πράττω τι ὑπέρ τινος» — τελώ, εκτελώ κάτι προς χάρη κάποιου ή ως εκπρόσωπος κάποιου («ἔπραξε δὲ ὑπὲρ τῆς πόλεως τὰ πάτρια τὰ πρὸς τοὺς θεούς», Δημοσθ.)ζ) «πράττομαι τινά τι» — παίρνω από κάποιον για τον εαυτό μου («ἐκεῑνος πράττεται τοὺς παρ' αὑτοῡ σῑτον ἐξάγοντας τριακοστήν», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πρᾱττω ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα *perā- «διακομίζω, διέρχομαι, διαπερνώ» (πρβλ. πέρνημι, πείρω, πέρα), με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο (πρβλ. πραθῆναι, πρᾶσις, πράτης, πρατός). Το ρ. πράσσω (< *πρά-κ-jο) εμφανίζει άηχη ουρανική παρέκταση -κ- (πρβλ. πρᾶξις, πρακτήρ), αλλά και ηχηρή ουρανική παρέκταση -γ- (πρβλ. ἐ-πράγ-ην, πέ-πραγ-α). Κατά τον ίδιο τρόπο με άηχη και ηχηρή ουρανική παρέκταση έχουν σχηματιστεί και τα ρ. πλήττω* και πήγνυμι*.ΠΑΡ. πράγμα, πράκτωρ, πράξη(-ις)αρχ.πράγος, πρακτήρ, πράκτης, πρακτός, πρακτύς.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) διαπράττω, εισπράττω, συμπράττω, συνεισπράττωαρχ.αναπράττω, αντιπράττω, εκπράττω, επεισπράττω, καταπράττω, παραπράττω, παρεισπράττω, προπράττω, προσπράττω, συνδιαπράττω, υπερπράττωνεοελλ.προεισπράττω].
Dictionary of Greek. 2013.